μαντικῶν

μαντικῶν
μαντικός
prophetic
fem gen pl
μαντικός
prophetic
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • DYNAMERI — apud Fulgent. l. de Continentia Virgiliana; Nec illa quae Dardanus in Dynameris, aut Battiades in Paredris, aut Campester in Parabolicis Infernalibusque cecinêrunt: primi sunt ex tribus Μαντικῶν Spirituum seu Daemonum, quos ille facit, gradibus.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAREDRI — Graece Παρεδροι, aliter Σύνθρονοι, quasi Adsessores et eâdem sede praediti, Tertulliano Synhodi (vide infra) Deorum, fieri dicebantur olim, qui de hominibus in Deorum numerum referebantur, et collegio eorum, seu concilio, seu consessui, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… …   Dictionary of Greek

  • λεκανομαντ(ε)ία — η (AM λεκανομαντεία) είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση τού νερού μέσα σε λεκάνη ή τής κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή τής ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • πυρομαντεία — Η μαντεία μέσω της φωτιάς, μία από τις μαντικές τεχνικές μέσω των φυσικών στοιχείων, που εφαρμόζονταν κατά την αρχαιότητα μαζί με την υδρομαντεία, την αερομαντεία και τη γεωμαντεία. Η μαντική αυτή μέθοδος συνίστατο στην παρατήρηση της… …   Dictionary of Greek

  • σκότωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)] μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.) β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτῶ* (III),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”